- ξανακούω
- ξανάκουσα, ξανακούστηκα, ακούω πάλι, πληροφορούμαι ξανά: Ξέρω έν' αηδόνι μια νυχτιά, μέσα σε πράσινη ερμιά, ξένο μονάκριβο ασώπαστο, δεν το ξανάκουσα πια (Παλαμάς).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.